Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στένος
στενότης
στενοχωρίᾱ
Στέντωρ
στενυγρός
στένω
στενωπός
στέργηθρον
στέργημα
στέργω
στερεοειδής
στερεοπαγής
στερεός
στερεότης
στερεόφρων
στερεόω
στερέω
στέρησις
στερητικός
στερίσκω
στέριφος
View word page
στερεο-ειδής
στερεοειδήςέςadjστερεόςεἶδος1 of the body of the cosmossolid in shapePl.

ShortDef

of solid nature

Debugging

Headword:
στερεοειδής
Headword (normalized):
στερεοειδής
Headword (normalized/stripped):
στερεοειδης
IDX:
37118
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37119
Key:
στερεοειδής

Data

{'headword_display': '<b>στερεο-ειδής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>στερεο<hyph/>ειδής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>στερεός</Ref><Ref>εἶδος<Hm>1</Hm></Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the body of the cosmos</Indic><Tr>solid in shape</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'στερεοειδής'}