Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στενοπορίᾱ
στενόπορος
στενός
στένος
στενότης
στενοχωρίᾱ
Στέντωρ
στενυγρός
στένω
στενωπός
στέργηθρον
στέργημα
στέργω
στερεοειδής
στερεοπαγής
στερεός
στερεότης
στερεόφρων
στερεόω
στερέω
στέρησις
View word page
στέργηθρον
στέργηθρονουnστέργω sg. and pl.love, affection, fondnessA. E.w.gen.for someone or sthg.A.

ShortDef

a love-charm, love, affection

Debugging

Headword:
στέργηθρον
Headword (normalized):
στέργηθρον
Headword (normalized/stripped):
στεργηθρον
IDX:
37115
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37116
Key:
στέργηθρον

Data

{'headword_display': '<b>στέργηθρον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στέργηθρον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>στέργω</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>sg. and pl.</Indic><Tr>love, affection, fondness</Tr><Au>A. E.</Au><nS2><Indic><GLbl>w.gen.</GLbl>for someone or sthg.</Indic><Au>A.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'στέργηθρον'}