Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στενοκώκῡτος
στενολεσχέω
στενόπορθμος
στενοπορίᾱ
στενόπορος
στενός
στένος
στενότης
στενοχωρίᾱ
Στέντωρ
στενυγρός
στένω
στενωπός
στέργηθρον
στέργημα
στέργω
στερεοειδής
στερεοπαγής
στερεός
στερεότης
στερεόφρων
View word page
στενυγρός
στενυγρόςή όνIon.adjστενός of a pathnarrowSemon.

ShortDef

a narrow pass

Debugging

Headword:
στενυγρός
Headword (normalized):
στενυγρός
Headword (normalized/stripped):
στενυγρος
IDX:
37112
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37113
Key:
στενυγρός

Data

{'headword_display': '<b>στενυγρός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>στενυγρός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>Ion.adj</PS><Ety><Ref>στενός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a path</Indic><Tr>narrow</Tr><Au>Semon.</Au></aS1></AE>', 'key': 'στενυγρός'}