Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στεναχίζω
στενάχω
στενοκώκῡτος
στενολεσχέω
στενόπορθμος
στενοπορίᾱ
στενόπορος
στενός
στένος
στενότης
στενοχωρίᾱ
Στέντωρ
στενυγρός
στένω
στενωπός
στέργηθρον
στέργημα
στέργω
στερεοειδής
στερεοπαγής
στερεός
View word page
στενοχωρίᾱ
στενοχωρίᾱᾱςfχῶρος narrowness of space, lack of roomTh. Pl. X. Plb.cramped quartersPlu. fig.financial straitslack of resourcesPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στενοχωρίᾱ
Headword (normalized):
στενοχωρίᾱ
Headword (normalized/stripped):
στενοχωρια
IDX:
37110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37111
Key:
στενοχωρίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>στενοχωρίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στενοχωρίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>χῶρος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>narrowness of space, lack of room</Tr><Au>Th. Pl. X. Plb.</Au><nS2><Tr>cramped quarters</Tr><Au>Plu.</Au></nS2></nS1> <nS1><Indic>fig.</Indic><Def>financial straits</Def><Tr>lack of resources</Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'στενοχωρίᾱ'}