Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Ἀλφειός
ἀλφεσίβοιος
ἀλφησταί
ἄλφι
ἄλφιτα
ἀλφιταμοιβός
ἀλφιτεύω
ἄλφιτον
ἀγαθοποιέω
ἀγαθός
ἀγαθουργέω
ἀγαίομαι
ἀγακλεής
ἀγακλειτός
ἀγακλυτός
ἀγακτίμενος
ἀγάλακτος
ἀγάλαξ
ἀγαλλίᾱσις
ἀγαλλιάω
ἀγαλλίς
View word page
ἀγαθουργέω
ἀγαθουργέωcontr.vbἀγαθοεργός of Goddo good, be a benefactorNT.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀγαθουργέω
Headword (normalized):
ἀγαθουργέω
Headword (normalized/stripped):
αγαθουργεω
IDX:
3710
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3711
Key:
ἀγαθουργέω

Data

{'headword_display': '<b>ἀγαθουργέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀγαθουργέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>ἀγαθοεργός</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of God</Indic><Tr>do good, be a benefactor</Tr><Au>NT.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀγαθουργέω'}