Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στενάζω
στενακτός
στεναχίζω
στενάχω
στενοκώκῡτος
στενολεσχέω
στενόπορθμος
στενοπορίᾱ
στενόπορος
στενός
στένος
στενότης
στενοχωρίᾱ
Στέντωρ
στενυγρός
στένω
στενωπός
στέργηθρον
στέργημα
στέργω
στερεοειδής
View word page
στένος
στένοςnseeστεῖνος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στένος
Headword (normalized):
στένος
Headword (normalized/stripped):
στενος
IDX:
37108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37109
Key:
στένος

Data

{'headword_display': '<b>στένος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>στένος</HL><PS>n</PS></HG><XR>see<Ref>στεῖνος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'στένος'}