Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στέμφυλον
στενάγματα
στεναγμός
στενάζω
στενακτός
στεναχίζω
στενάχω
στενοκώκῡτος
στενολεσχέω
στενόπορθμος
στενοπορίᾱ
στενόπορος
στενός
στένος
στενότης
στενοχωρίᾱ
Στέντωρ
στενυγρός
στένω
στενωπός
στέργηθρον
View word page
στενοπορίᾱ
στενοπορίᾱᾱςfστενόπορος narrowness of the way through or pasta placenarrow terrainX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στενοπορίᾱ
Headword (normalized):
στενοπορίᾱ
Headword (normalized/stripped):
στενοπορια
IDX:
37105
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37106
Key:
στενοπορίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>στενοπορίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στενοπορίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>στενόπορος</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>narrowness of the way through or past<Expl>a place</Expl></Def><Tr>narrow terrain</Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'στενοπορίᾱ'}