Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στεμματόω
στέμφυλον
στενάγματα
στεναγμός
στενάζω
στενακτός
στεναχίζω
στενάχω
στενοκώκῡτος
στενολεσχέω
στενόπορθμος
στενοπορίᾱ
στενόπορος
στενός
στένος
στενότης
στενοχωρίᾱ
Στέντωρ
στενυγρός
στένω
στενωπός
View word page
στενό-πορθμος
στενόπορθμοςονadjπορθμός of the currents of the Euriposnarrow-channelledE.

ShortDef

at or on a strait

Debugging

Headword:
στενόπορθμος
Headword (normalized):
στενόπορθμος
Headword (normalized/stripped):
στενοπορθμος
IDX:
37104
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37105
Key:
στενόπορθμος

Data

{'headword_display': '<b>στενό-πορθμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>στενό<hyph/>πορθμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πορθμός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the currents of the Euripos</Indic><Tr>narrow-channelled</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'στενόπορθμος'}