Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στέμμα
στεμματόω
στέμφυλον
στενάγματα
στεναγμός
στενάζω
στενακτός
στεναχίζω
στενάχω
στενοκώκῡτος
στενολεσχέω
στενόπορθμος
στενοπορίᾱ
στενόπορος
στενός
στένος
στενότης
στενοχωρίᾱ
Στέντωρ
στενυγρός
στένω
View word page
στενολεσχέω
στενολεσχέωcontr.vbστενόςλέσχη discourse in a finicky manner or about narrow subjectschatter narrowlyAr.

ShortDef

to talk subtly, quibble

Debugging

Headword:
στενολεσχέω
Headword (normalized):
στενολεσχέω
Headword (normalized/stripped):
στενολεσχεω
IDX:
37103
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37104
Key:
στενολεσχέω

Data

{'headword_display': '<b>στενολεσχέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>στενολεσχέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>στενός</Ref><Ref>λέσχη</Ref></Ety></vHG> <vS1><Def>discourse in a finicky manner or about narrow subjects</Def><Tr>chatter narrowly</Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'στενολεσχέω'}