Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στελμονίαι
στέμμα
στεμματόω
στέμφυλον
στενάγματα
στεναγμός
στενάζω
στενακτός
στεναχίζω
στενάχω
στενοκώκῡτος
στενολεσχέω
στενόπορθμος
στενοπορίᾱ
στενόπορος
στενός
στένος
στενότης
στενοχωρίᾱ
Στέντωρ
στενυγρός
View word page
στενο-κώκῡτος
στενοκώκῡτοςονadjapp.στένωκωκῡτός quasi-advbl., of hair that is to be pulled outwith groaning and lamentationAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στενοκώκῡτος
Headword (normalized):
στενοκώκῡτος
Headword (normalized/stripped):
στενοκωκυτος
IDX:
37102
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37103
Key:
στενοκώκῡτος

Data

{'headword_display': '<b>στενο-κώκῡτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>στενο<hyph/>κώκῡτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>app.<Ref>στένω</Ref><Ref>κωκῡτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>quasi-advbl., of hair that is to be pulled out</Indic><Tr>with groaning and lamentation</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'στενοκώκῡτος'}