Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στεῖρα
στείχω
στεκτικός
στελγίς
στελεή
στέλεχος
στέλλω
στελμονίαι
στέμμα
στεμματόω
στέμφυλον
στενάγματα
στεναγμός
στενάζω
στενακτός
στεναχίζω
στενάχω
στενοκώκῡτος
στενολεσχέω
στενόπορθμος
στενοπορίᾱ
View word page
στέμφυλον
στέμφυλονουnreltd.ἀστεμφής sg. and pl.edible mass of olives from which the oil has been pressedpressed olivesAr. Arist.

ShortDef

a mass of olives from which the oil has been pressed, olive-cake

Debugging

Headword:
στέμφυλον
Headword (normalized):
στέμφυλον
Headword (normalized/stripped):
στεμφυλον
IDX:
37095
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37096
Key:
στέμφυλον

Data

{'headword_display': '<b>στέμφυλον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στέμφυλον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety>reltd.<Ref>ἀστεμφής</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>sg. and pl.</Indic><Def>edible mass of olives from which the oil has been pressed</Def><Tr>pressed olives</Tr><Au>Ar. Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'στέμφυλον'}