Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στεῖρα
στεῖρα
στείχω
στεκτικός
στελγίς
στελεή
στέλεχος
στέλλω
στελμονίαι
στέμμα
στεμματόω
στέμφυλον
στενάγματα
στεναγμός
στενάζω
στενακτός
στεναχίζω
στενάχω
στενοκώκῡτος
στενολεσχέω
στενόπορθμος
View word page
στεμματόω
στεμματόωcontr.vb wreathe with a filleta sacrificial victimE.

ShortDef

furnish with a wreath

Debugging

Headword:
στεμματόω
Headword (normalized):
στεμματόω
Headword (normalized/stripped):
στεμματοω
IDX:
37094
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37095
Key:
στεμματόω

Data

{'headword_display': '<b>στεμματόω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>στεμματόω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>wreathe with a fillet</Tr><Obj>a sacrificial victim<Au>E.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'στεμματόω'}