Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στεινόπορος
στεῖνος
στεινότης
στεινωπός
στείομεν
στεῖρα
στεῖρα
στείχω
στεκτικός
στελγίς
στελεή
στέλεχος
στέλλω
στελμονίαι
στέμμα
στεμματόω
στέμφυλον
στενάγματα
στεναγμός
στενάζω
στενακτός
View word page
στελεή
στελεήIon.fseeστειλειή

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στελεή
Headword (normalized):
στελεή
Headword (normalized/stripped):
στελεη
IDX:
37089
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37090
Key:
στελεή

Data

{'headword_display': '<b>στελεή</b>', 'content': '<XE><HG><HL>στελεή</HL><PS>Ion.f</PS></HG><XR>see<Ref>στειλειή</Ref></XR> </XE>', 'key': 'στελεή'}