Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄλφα
ἀλφάνω
Ἀλφειός
ἀλφεσίβοιος
ἀλφησταί
ἄλφι
ἄλφιτα
ἀλφιταμοιβός
ἀλφιτεύω
ἄλφιτον
ἀγαθοποιέω
ἀγαθός
ἀγαθουργέω
ἀγαίομαι
ἀγακλεής
ἀγακλειτός
ἀγακλυτός
ἀγακτίμενος
ἀγάλακτος
ἀγάλαξ
ἀγαλλίᾱσις
View word page
ἀγαθοποιέω
ἀγαθοποιέωcontr.vb benefitsomeoneNT. do goodNT.

ShortDef

to do good

Debugging

Headword:
ἀγαθοποιέω
Headword (normalized):
ἀγαθοποιέω
Headword (normalized/stripped):
αγαθοποιεω
IDX:
3708
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3709
Key:
ἀγαθοποιέω

Data

{'headword_display': '<b>ἀγαθοποιέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀγαθοποιέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>benefit</Tr><Obj>someone<Au>NT.</Au></Obj> <vS2><Tr>do good</Tr><Au>NT.</Au> </vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀγαθοποιέω'}