Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στειλειόν
στείνομαι
στεινόπορος
στεῖνος
στεινότης
στεινωπός
στείομεν
στεῖρα
στεῖρα
στείχω
στεκτικός
στελγίς
στελεή
στέλεχος
στέλλω
στελμονίαι
στέμμα
στεμματόω
στέμφυλον
στενάγματα
στεναγμός
View word page
στεκτικός
στεκτικόςή όνadjστέγωof techniquesproviding shelterw.gen.fr. inundationsPl.

ShortDef

of or for keeping out water

Debugging

Headword:
στεκτικός
Headword (normalized):
στεκτικός
Headword (normalized/stripped):
στεκτικος
IDX:
37087
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37088
Key:
στεκτικός

Data

{'headword_display': '<b>στεκτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>στεκτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>στέγω</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of techniques</Indic><Tr>providing shelter<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>fr. inundations</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'στεκτικός'}