Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στεῖλα
στειλειή
στειλειόν
στείνομαι
στεινόπορος
στεῖνος
στεινότης
στεινωπός
στείομεν
στεῖρα
στεῖρα
στείχω
στεκτικός
στελγίς
στελεή
στέλεχος
στέλλω
στελμονίαι
στέμμα
στεμματόω
στέμφυλον
View word page
στεῖρα2
στεῖρα2ᾱς
Ion.στείρηης
freltd.στερεός
keelof a ship, app. incl. the timbers extending above the waterlineHom. AR.

ShortDef

a ship's keel
that has not calved (cow); barren (woman)

Debugging

Headword:
στεῖρα
Headword (normalized):
στεῖρα
Headword (normalized/stripped):
στειρα
IDX:
37085
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37086
Key:
στεῖρα_2

Data

{'headword_display': '<b>στεῖρα</b><sup>2</sup>', 'content': '<NE><HG><HL>στεῖρα<Hm>2</Hm></HL><Infl>ᾱς</Infl><DL><Lbl>Ion.</Lbl><FmHL>στείρη</FmHL><DInfl><FmInfl>ης</FmInfl></DInfl></DL><PS>f</PS><Ety>reltd.<Ref>στερεός</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>keel<Expl>of a ship, app. incl. the timbers extending above the waterline</Expl></Tr><Au>Hom. AR.</Au></nS1></NE>', 'key': 'στεῖρα_2'}