Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στείβω
στεῖλα
στειλειή
στειλειόν
στείνομαι
στεινόπορος
στεῖνος
στεινότης
στεινωπός
στείομεν
στεῖρα
στεῖρα
στείχω
στεκτικός
στελγίς
στελεή
στέλεχος
στέλλω
στελμονίαι
στέμμα
στεμματόω
View word page
στεῖρα1
στεῖρα1ᾱςfem.adjreltd.στερρός of a cowwhich has not given birthbarrenOd. Theoc.of a womanNT. Plu.

ShortDef

a ship's keel
that has not calved (cow); barren (woman)

Debugging

Headword:
στεῖρα
Headword (normalized):
στεῖρα
Headword (normalized/stripped):
στειρα
IDX:
37084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37085
Key:
στεῖρα_1

Data

{'headword_display': '<b>στεῖρα</b><sup>1</sup>', 'content': '<AE><HG><HL>στεῖρα<Hm>1</Hm></HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>fem.adj</PS><Ety>reltd.<Ref>στερρός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a cow</Indic><Def>which has not given birth</Def><Tr>barren</Tr><Au>Od. Theoc.</Au><aS2><Indic>of a woman</Indic><Au>NT. Plu.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'στεῖρα_1'}