Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στέγω
στείβω
στεῖλα
στειλειή
στειλειόν
στείνομαι
στεινόπορος
στεῖνος
στεινότης
στεινωπός
στείομεν
στεῖρα
στεῖρα
στείχω
στεκτικός
στελγίς
στελεή
στέλεχος
στέλλω
στελμονίαι
στέμμα
View word page
στείομεν
στείομενep.1pl.athem.aor.subj.seeἵσταμαι, underἵστημι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στείομεν
Headword (normalized):
στείομεν
Headword (normalized/stripped):
στειομεν
IDX:
37083
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37084
Key:
στείομεν

Data

{'headword_display': '<b>στείομεν</b>', 'content': '<XE><RefFm>στείομεν<LblR>ep.1pl.athem.aor.subj.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἵσταμαι</Ref>, under<Ref>ἵστημι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'στείομεν'}