Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στέγος
στέγω
στείβω
στεῖλα
στειλειή
στειλειόν
στείνομαι
στεινόπορος
στεῖνος
στεινότης
στεινωπός
στείομεν
στεῖρα
στεῖρα
στείχω
στεκτικός
στελγίς
στελεή
στέλεχος
στέλλω
στελμονίαι
View word page
στεινωπός
στεινωπόςIon.adjseeστενωπός

ShortDef

narrow

Debugging

Headword:
στεινωπός
Headword (normalized):
στεινωπός
Headword (normalized/stripped):
στεινωπος
IDX:
37082
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37083
Key:
στεινωπός

Data

{'headword_display': '<b>στεινωπός</b>', 'content': '<XE><HG><HL>στεινωπός</HL><PS>Ion.adj</PS></HG><XR>see<Ref>στενωπός</Ref></XR> </XE>', 'key': 'στεινωπός'}