Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στέγαρχος
στέγασμα
στεγαστρίς
στέγαστρον
στέγη
στεγνός
στέγος
στέγω
στείβω
στεῖλα
στειλειή
στειλειόν
στείνομαι
στεινόπορος
στεῖνος
στεινότης
στεινωπός
στείομεν
στεῖρα
στεῖρα
στείχω
View word page
στειλειή
στειλειήῆςep.Ion.f alsoστελεήῆςAR.Ion.freltd.στέλεχος haftof an axe, or perh. ref. to the socket in the axe-head into which the handle was fittedOd.handleof a hammerAR.

ShortDef

the hole for the handle of an axe (στελεά LSJ)

Debugging

Headword:
στειλειή
Headword (normalized):
στειλειή
Headword (normalized/stripped):
στειλειη
IDX:
37076
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37077
Key:
στειλειή

Data

{'headword_display': '<b>στειλειή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στειλειή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>ep.Ion.f</PS> <HG2><Lbl>also</Lbl><HL2>στελεή</HL2><Infl>ῆς<Au>AR.</Au></Infl><PS>Ion.f</PS><Ety>reltd.<Ref>στέλεχος</Ref></Ety></HG2></HG> <nS1><Tr>haft<Expl>of an axe, or perh. ref. to the socket in the axe-head into which the handle was fitted</Expl></Tr><Au>Od.</Au><nS2><Tr>handle<Expl>of a hammer</Expl></Tr><Au>AR.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'στειλειή'}