Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στεγανός
στέγαρχος
στέγασμα
στεγαστρίς
στέγαστρον
στέγη
στεγνός
στέγος
στέγω
στείβω
στεῖλα
στειλειή
στειλειόν
στείνομαι
στεινόπορος
στεῖνος
στεινότης
στεινωπός
στείομεν
στεῖρα
στεῖρα
View word page
στεῖλα
στεῖλαep.aor.seeστέλλω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στεῖλα
Headword (normalized):
στεῖλα
Headword (normalized/stripped):
στειλα
IDX:
37075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37076
Key:
στεῖλα

Data

{'headword_display': '<b>στεῖλα</b>', 'content': '<XE><RefFm>στεῖλα<LblR>ep.aor.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>στέλλω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'στεῖλα'}