Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄλυτος
ἀλῡ́ω
ἄλφα
ἀλφάνω
Ἀλφειός
ἀλφεσίβοιος
ἀλφησταί
ἄλφι
ἄλφιτα
ἀλφιταμοιβός
ἀλφιτεύω
ἄλφιτον
ἀγαθοποιέω
ἀγαθός
ἀγαθουργέω
ἀγαίομαι
ἀγακλεής
ἀγακλειτός
ἀγακλυτός
ἀγακτίμενος
ἀγάλακτος
View word page
ἀλφιτεύω
ἀλφιτεύωvb grind groatsHippon.

ShortDef

grind barley

Debugging

Headword:
ἀλφιτεύω
Headword (normalized):
ἀλφιτεύω
Headword (normalized/stripped):
αλφιτευω
IDX:
3706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3707
Key:
ἀλφιτεύω

Data

{'headword_display': '<b>ἀλφιτεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀλφιτεύω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>grind groats</Tr><Au>Hippon.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀλφιτεύω'}