Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σταφυλή
σταφύλη
σταφυλίς
στάχυς
στέᾱρ
στέγᾱ
στεγάζω
στεγανός
στέγαρχος
στέγασμα
στεγαστρίς
στέγαστρον
στέγη
στεγνός
στέγος
στέγω
στείβω
στεῖλα
στειλειή
στειλειόν
στείνομαι
View word page
στεγαστρίς
στεγαστρίςίδοςfem.adj of hides stretched over the wooden frame of a boat's hullaffording watertight coverHdt.

ShortDef

that serves for covering

Debugging

Headword:
στεγαστρίς
Headword (normalized):
στεγαστρίς
Headword (normalized/stripped):
στεγαστρις
IDX:
37068
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37069
Key:
στεγαστρίς

Data

{'headword_display': '<b>στεγαστρίς</b>', 'content': "<AE><HG><HL>στεγαστρίς</HL><Infl>ίδος</Infl><PS>fem.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of hides stretched over the wooden frame of a boat's hull</Indic><Tr>affording watertight cover</Tr><Au>Hdt.</Au></aS1></AE>", 'key': 'στεγαστρίς'}