Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σταύρωσις
σταφίς
σταφυλή
σταφύλη
σταφυλίς
στάχυς
στέᾱρ
στέγᾱ
στεγάζω
στεγανός
στέγαρχος
στέγασμα
στεγαστρίς
στέγαστρον
στέγη
στεγνός
στέγος
στέγω
στείβω
στεῖλα
στειλειή
View word page
στέγ-αρχος
στέγαρχοςουmστέγηἄρχω master of a househouseholderHdt.

ShortDef

master of the house

Debugging

Headword:
στέγαρχος
Headword (normalized):
στέγαρχος
Headword (normalized/stripped):
στεγαρχος
IDX:
37066
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37067
Key:
στέγαρχος

Data

{'headword_display': '<b>στέγ-αρχος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στέγ<hyph/>αρχος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>στέγη</Ref><Ref>ἄρχω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>master of a house</Def><Tr>householder</Tr><Au>Hdt.</Au></nS1></NE>', 'key': 'στέγαρχος'}