Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σταυρός
σταυρόω
σταύρωμα
σταύρωσις
σταφίς
σταφυλή
σταφύλη
σταφυλίς
στάχυς
στέᾱρ
στέγᾱ
στεγάζω
στεγανός
στέγαρχος
στέγασμα
στεγαστρίς
στέγαστρον
στέγη
στεγνός
στέγος
στέγω
View word page
στέγᾱ
στέγᾱdial.fseeστέγη

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στέγᾱ
Headword (normalized):
στέγᾱ
Headword (normalized/stripped):
στεγα
IDX:
37063
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37064
Key:
στέγᾱ

Data

{'headword_display': '<b>στέγᾱ</b>', 'content': '<XE><HG><HL>στέγᾱ</HL><PS>dial.f</PS></HG><XR>see<Ref>στέγη</Ref></XR> </XE>', 'key': 'στέγᾱ'}