Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στασιωτικός
στάσκον
στατέον
στατήρ
στατίζω
στατικός
στατός
σταυρός
σταυρόω
σταύρωμα
σταύρωσις
σταφίς
σταφυλή
σταφύλη
σταφυλίς
στάχυς
στέᾱρ
στέγᾱ
στεγάζω
στεγανός
στέγαρχος
View word page
σταύρωσις
σταύρωσιςεωςf process of building a stockadeconcr.stockadingin a harbourTh.

ShortDef

a palisading

Debugging

Headword:
σταύρωσις
Headword (normalized):
σταύρωσις
Headword (normalized/stripped):
σταυρωσις
IDX:
37056
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37057
Key:
σταύρωσις

Data

{'headword_display': '<b>σταύρωσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σταύρωσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>process of building a stockade</Def><nS2><Indic>concr.</Indic><Tr>stockading<Expl>in a harbour</Expl></Tr><Au>Th.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'σταύρωσις'}