Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
στασιαστικός
στάσιμος
στάσις
Στᾱσίχορος
στασιώδης
στασιωρός
στασιῶται
στασιωτείᾱ
στασιωτικός
στάσκον
στατέον
στατήρ
στατίζω
στατικός
στατός
σταυρός
σταυρόω
σταύρωμα
σταύρωσις
σταφίς
σταφυλή
View word page
στατέον
στατέον
neut.impers.vbl.adj.
see
ἵστημι
ShortDef
one must appoint
Debugging
Headword:
στατέον
Headword (normalized):
στατέον
Headword (normalized/stripped):
στατεον
IDX:
37048
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37049
Key:
στατέον
Data
{'headword_display': '<b>στατέον</b>', 'content': '<XE><RefFm>στατέον<LblR>neut.impers.vbl.adj.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἵστημι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'στατέον'}