Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στασιασμός
στασιαστής
στασιαστικός
στάσιμος
στάσις
Στᾱσίχορος
στασιώδης
στασιωρός
στασιῶται
στασιωτείᾱ
στασιωτικός
στάσκον
στατέον
στατήρ
στατίζω
στατικός
στατός
σταυρός
σταυρόω
σταύρωμα
σταύρωσις
View word page
στασιωτικός
στασιωτικόςή όνadjof speeches, situationspredisposed towards factionfactious, factionalTh. Arist. στασιωτικῶςadvw. ἔχεινbe at odds, disagreePl.

ShortDef

factious, seditious

Debugging

Headword:
στασιωτικός
Headword (normalized):
στασιωτικός
Headword (normalized/stripped):
στασιωτικος
IDX:
37046
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37047
Key:
στασιωτικός

Data

{'headword_display': '<b>στασιωτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>στασιωτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of speeches, situations</Indic><Def>predisposed towards faction</Def><Tr>factious, factional</Tr><Au>Th. Arist.</Au></aS1> <Adv><vHG><HL>στασιωτικῶς</HL><PS>adv</PS></vHG><advS1><Phr><Indic>w. <Gr>ἔχειν</Gr></Indic><TrPhr>be at odds, disagree</TrPhr><Au>Pl.</Au></Phr></advS1> </Adv></AE>', 'key': 'στασιωτικός'}