Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στασίαρχος
στασιασμός
στασιαστής
στασιαστικός
στάσιμος
στάσις
Στᾱσίχορος
στασιώδης
στασιωρός
στασιῶται
στασιωτείᾱ
στασιωτικός
στάσκον
στατέον
στατήρ
στατίζω
στατικός
στατός
σταυρός
σταυρόω
σταύρωμα
View word page
στασιωτείᾱ
στασιωτείᾱᾱςf faction-stateopp. πολιτεία city-statePl. factionalismAnd.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στασιωτείᾱ
Headword (normalized):
στασιωτείᾱ
Headword (normalized/stripped):
στασιωτεια
IDX:
37045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37046
Key:
στασιωτείᾱ

Data

{'headword_display': '<b>στασιωτείᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στασιωτείᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>faction-state<Expl>opp. <Ref>πολιτεία</Ref> <ital>city-state</ital></Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1> <nS1><Tr>factionalism</Tr><Au>And.</Au></nS1></NE>', 'key': 'στασιωτείᾱ'}