Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στᾱ́μων
στᾶν
στᾶσα
στασιάζω
στασίαρχος
στασιασμός
στασιαστής
στασιαστικός
στάσιμος
στάσις
Στᾱσίχορος
στασιώδης
στασιωρός
στασιῶται
στασιωτείᾱ
στασιωτικός
στάσκον
στατέον
στατήρ
στατίζω
στατικός
View word page
Στᾱσίχορος
Στᾱσίχοροςdial.mseeΣτησίχορος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Στᾱσίχορος
Headword (normalized):
στᾱσίχορος
Headword (normalized/stripped):
στασιχορος
IDX:
37041
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37042
Key:
Στᾱσίχορος

Data

{'headword_display': '<b>Στᾱσίχορος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>Στᾱσίχορος</HL><PS>dial.m</PS></HG><XR>see<Ref>Στησίχορος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'Στᾱσίχορος'}