Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στάλιξ
στᾶμεν
σταμίνες
στάμνος
στᾱ́μων
στᾶν
στᾶσα
στασιάζω
στασίαρχος
στασιασμός
στασιαστής
στασιαστικός
στάσιμος
στάσις
Στᾱσίχορος
στασιώδης
στασιωρός
στασιῶται
στασιωτείᾱ
στασιωτικός
στάσκον
View word page
στασιαστής
στασιαστήςοῦmone who stirs up seditionrebel, revolutionaryNT.

ShortDef

one who stirs up sedition

Debugging

Headword:
στασιαστής
Headword (normalized):
στασιαστής
Headword (normalized/stripped):
στασιαστης
IDX:
37037
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37038
Key:
στασιαστής

Data

{'headword_display': '<b>στασιαστής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στασιαστής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG><nS1><Def>one who stirs up sedition</Def><Tr>rebel, revolutionary</Tr><Au>NT.</Au></nS1></NE>', 'key': 'στασιαστής'}