Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σταλάσσω
σταλάω
στάλιξ
στᾶμεν
σταμίνες
στάμνος
στᾱ́μων
στᾶν
στᾶσα
στασιάζω
στασίαρχος
στασιασμός
στασιαστής
στασιαστικός
στάσιμος
στάσις
Στᾱσίχορος
στασιώδης
στασιωρός
στασιῶται
στασιωτείᾱ
View word page
στασί-αρχος
στασίαρχοςουmἄρχω leader of a factional grouprebel-leaderA.

ShortDef

chief of a band

Debugging

Headword:
στασίαρχος
Headword (normalized):
στασίαρχος
Headword (normalized/stripped):
στασιαρχος
IDX:
37035
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37036
Key:
στασίαρχος

Data

{'headword_display': '<b>στασί-αρχος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στασί<hyph/>αρχος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>ἄρχω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>leader of a factional group</Def><Tr>rebel-leader</Tr><Au>A.</Au></nS1></NE>', 'key': 'στασίαρχος'}