Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στάλαγμα
σταλαγμός
σταλάσσω
σταλάω
στάλιξ
στᾶμεν
σταμίνες
στάμνος
στᾱ́μων
στᾶν
στᾶσα
στασιάζω
στασίαρχος
στασιασμός
στασιαστής
στασιαστικός
στάσιμος
στάσις
Στᾱσίχορος
στασιώδης
στασιωρός
View word page
στᾶσα
στᾶσαdial.aor.1seeἵστημι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στᾶσα
Headword (normalized):
στᾶσα
Headword (normalized/stripped):
στασα
IDX:
37033
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37034
Key:
στᾶσα

Data

{'headword_display': '<b>στᾶσα</b>', 'content': '<XE><RefFm>στᾶσα<LblR>dial.aor.1</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἵστημι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'στᾶσα'}