Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
στᾱ́λᾱ
στάλαγμα
σταλαγμός
σταλάσσω
σταλάω
στάλιξ
στᾶμεν
σταμίνες
στάμνος
στᾱ́μων
στᾶν
στᾶσα
στασιάζω
στασίαρχος
στασιασμός
στασιαστής
στασιαστικός
στάσιμος
στάσις
Στᾱσίχορος
στασιώδης
View word page
στᾶν
στᾶν
dial.athem.aor.
στάν
ep.3pl.athem.aor.
στᾱ́ς
athem.aor.ptcpl.
see
ἵσταμαι
, under
ἵστημι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
στᾶν
Headword (normalized):
στᾶν
Headword (normalized/stripped):
σταν
IDX:
37032
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37033
Key:
στᾶν
Data
{'headword_display': '<b>στᾶν</b>', 'content': '<XE><RefFm>στᾶν<LblR>dial.athem.aor.</LblR></RefFm><RefFm>στάν<LblR>ep.3pl.athem.aor.</LblR></RefFm><RefFm>στᾱ́ς<LblR>athem.aor.ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἵσταμαι</Ref>, under<Ref>ἵστημι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'στᾶν'}