Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στακτός
στᾱ́λᾱ
στάλαγμα
σταλαγμός
σταλάσσω
σταλάω
στάλιξ
στᾶμεν
σταμίνες
στάμνος
στᾱ́μων
στᾶν
στᾶσα
στασιάζω
στασίαρχος
στασιασμός
στασιαστής
στασιαστικός
στάσιμος
στάσις
Στᾱσίχορος
View word page
στᾱ́μων
στᾱ́μωνdial.mseeστήμων

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στᾱ́μων
Headword (normalized):
στᾱ́μων
Headword (normalized/stripped):
σταμων
IDX:
37031
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37032
Key:
στᾱ́μων

Data

{'headword_display': '<b>στᾱ́μων</b>', 'content': '<XE><HG><HL>στᾱ́μων</HL><PS>dial.m</PS></HG><XR>see<Ref>στήμων</Ref></XR> </XE>', 'key': 'στᾱ́μων'}