Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σταίτινος
στακτός
στᾱ́λᾱ
στάλαγμα
σταλαγμός
σταλάσσω
σταλάω
στάλιξ
στᾶμεν
σταμίνες
στάμνος
στᾱ́μων
στᾶν
στᾶσα
στασιάζω
στασίαρχος
στασιασμός
στασιαστής
στασιαστικός
στάσιμος
στάσις
View word page
στάμνος
στάμνοςουm large jar for storing and transporting winewine-jarAr. D. σταμνίονουndimin. wine-jarAr. Men.

ShortDef

an earthen jar for racking off wine

Debugging

Headword:
στάμνος
Headword (normalized):
στάμνος
Headword (normalized/stripped):
σταμνος
IDX:
37030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37031
Key:
στάμνος

Data

{'headword_display': '<b>στάμνος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στάμνος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>large jar for storing and transporting wine</Def><Tr>wine-jar</Tr><Au>Ar. D.</Au></nS1> <RelW><HG><HL>σταμνίον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety>dimin.</Ety></HG> <nS1><Tr>wine-jar</Tr><Au>Ar. Men.</Au></nS1></RelW></NE>', 'key': 'στάμνος'}