Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
σταῖς
σταιτινοκογχομαγής
σταίτινος
στακτός
στᾱ́λᾱ
στάλαγμα
σταλαγμός
σταλάσσω
σταλάω
στάλιξ
στᾶμεν
σταμίνες
στάμνος
στᾱ́μων
στᾶν
στᾶσα
στασιάζω
στασίαρχος
στασιασμός
στασιαστής
στασιαστικός
View word page
στᾶμεν
στᾶμεν
dial.athem.aor.inf.
see
ἵσταμαι
, under
ἵστημι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
στᾶμεν
Headword (normalized):
στᾶμεν
Headword (normalized/stripped):
σταμεν
IDX:
37028
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37029
Key:
στᾶμεν
Data
{'headword_display': '<b>στᾶμεν</b>', 'content': '<XE><RefFm>στᾶμεν<LblR>dial.athem.aor.inf.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἵσταμαι</Ref>, under<Ref>ἵστημι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'στᾶμεν'}