Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σταίην
σταῖς
σταιτινοκογχομαγής
σταίτινος
στακτός
στᾱ́λᾱ
στάλαγμα
σταλαγμός
σταλάσσω
σταλάω
στάλιξ
στᾶμεν
σταμίνες
στάμνος
στᾱ́μων
στᾶν
στᾶσα
στασιάζω
στασίαρχος
στασιασμός
στασιαστής
View word page
στάλιξ
στάλιξικοςfperh.ἵστημι stakefor supporting a hunting netTheoc.epigr. Plu.

ShortDef

a stake to which nets are fastened

Debugging

Headword:
στάλιξ
Headword (normalized):
στάλιξ
Headword (normalized/stripped):
σταλιξ
IDX:
37027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37028
Key:
στάλιξ

Data

{'headword_display': '<b>στάλιξ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στάλιξ</HL><Infl>ικος</Infl><PS>f</PS><Ety>perh.<Ref>ἵστημι</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>stake<Expl>for supporting a hunting net</Expl></Tr><Au>Theoc.<Wk>epigr.</Wk> Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'στάλιξ'}