Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σταθμός
σταίην
σταῖς
σταιτινοκογχομαγής
σταίτινος
στακτός
στᾱ́λᾱ
στάλαγμα
σταλαγμός
σταλάσσω
σταλάω
στάλιξ
στᾶμεν
σταμίνες
στάμνος
στᾱ́μων
στᾶν
στᾶσα
στασιάζω
στασίαρχος
στασιασμός
View word page
σταλάω
σταλάωep.contr.vb3sg.
σταλάει
of a teardripAR.

ShortDef

to drop, let fall

Debugging

Headword:
σταλάω
Headword (normalized):
σταλάω
Headword (normalized/stripped):
σταλαω
IDX:
37026
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37027
Key:
σταλάω

Data

{'headword_display': '<b>σταλάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>σταλάω</HL><PS>ep.contr.vb</PS><FG><Tns><Lbl>3sg.</Lbl><Form>σταλάει</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Indic>of a tear</Indic><Tr>drip</Tr><Au>AR.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'σταλάω'}