Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στάθμη
σταθμητός
σταθμοδότης
σταθμός
σταίην
σταῖς
σταιτινοκογχομαγής
σταίτινος
στακτός
στᾱ́λᾱ
στάλαγμα
σταλαγμός
σταλάσσω
σταλάω
στάλιξ
στᾶμεν
σταμίνες
στάμνος
στᾱ́μων
στᾶν
στᾶσα
View word page
στάλαγμα
στάλαγμαατοςnσταλάσσω that which has been drippeddrip, dropof poisonous saliva, bloodA. S. Tim.

ShortDef

that which drops, a drop

Debugging

Headword:
στάλαγμα
Headword (normalized):
στάλαγμα
Headword (normalized/stripped):
σταλαγμα
IDX:
37023
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37024
Key:
στάλαγμα

Data

{'headword_display': '<b>στάλαγμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στάλαγμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>σταλάσσω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>that which has been dripped</Def><Tr>drip, drop<Expl>of poisonous saliva, blood</Expl></Tr><Au>A. S. Tim.</Au></nS1></NE>', 'key': 'στάλαγμα'}