Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σταθμάω
στάθμη
σταθμητός
σταθμοδότης
σταθμός
σταίην
σταῖς
σταιτινοκογχομαγής
σταίτινος
στακτός
στᾱ́λᾱ
στάλαγμα
σταλαγμός
σταλάσσω
σταλάω
στάλιξ
στᾶμεν
σταμίνες
στάμνος
στᾱ́μων
στᾶν
View word page
στᾱ́λᾱ
στᾱ́λᾱdial.fseeστήλη

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στᾱ́λᾱ
Headword (normalized):
στᾱ́λᾱ
Headword (normalized/stripped):
σταλα
IDX:
37022
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37023
Key:
στᾱ́λᾱ

Data

{'headword_display': '<b>στᾱ́λᾱ</b>', 'content': '<XE><HG><HL>στᾱ́λᾱ</HL><PS>dial.f</PS></HG><XR>see<Ref>στήλη</Ref></XR> </XE>', 'key': 'στᾱ́λᾱ'}