Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σταθήσομαι
στάθητι
σταθμάω
στάθμη
σταθμητός
σταθμοδότης
σταθμός
σταίην
σταῖς
σταιτινοκογχομαγής
σταίτινος
στακτός
στᾱ́λᾱ
στάλαγμα
σταλαγμός
σταλάσσω
σταλάω
στάλιξ
στᾶμεν
σταμίνες
στάμνος
View word page
σταίτινος
σταίτινοςη ονadjof figurines substituted for sacrificial animalsmade of doughHdt. Plu.

ShortDef

of flour

Debugging

Headword:
σταίτινος
Headword (normalized):
σταίτινος
Headword (normalized/stripped):
σταιτινος
IDX:
37020
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37021
Key:
σταίτινος

Data

{'headword_display': '<b>σταίτινος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σταίτινος</HL><Infl>η ον</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of figurines substituted for sacrificial animals</Indic><Tr>made of dough</Tr><Au>Hdt. Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'σταίτινος'}