Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σταθεύω
σταθήσομαι
στάθητι
σταθμάω
στάθμη
σταθμητός
σταθμοδότης
σταθμός
σταίην
σταῖς
σταιτινοκογχομαγής
σταίτινος
στακτός
στᾱ́λᾱ
στάλαγμα
σταλαγμός
σταλάσσω
σταλάω
στάλιξ
στᾶμεν
σταμίνες
View word page
σταιτινο-κογχο-μαγής
σταιτινο-κογχο-μαγήςέςadjσταίτινοςκόγχοςμάσσω of a cakeof dough moulded into a bossPhilox.Leuc.

ShortDef

moulded into a boss of dough

Debugging

Headword:
σταιτινοκογχομαγής
Headword (normalized):
σταιτινοκογχομαγής
Headword (normalized/stripped):
σταιτινοκογχομαγης
IDX:
37019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37020
Key:
σταιτινοκογχομαγής

Data

{'headword_display': '<b>σταιτινο-κογχο-μαγής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σταιτινο-κογχο-μαγής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σταίτινος</Ref><Ref>κόγχος</Ref><Ref>μάσσω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a cake</Indic><Tr>of dough moulded into a boss</Tr><Au>Philox.Leuc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'σταιτινοκογχομαγής'}