Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σταθευτός
σταθεύω
σταθήσομαι
στάθητι
σταθμάω
στάθμη
σταθμητός
σταθμοδότης
σταθμός
σταίην
σταῖς
σταιτινοκογχομαγής
σταίτινος
στακτός
στᾱ́λᾱ
στάλαγμα
σταλαγμός
σταλάσσω
σταλάω
στάλιξ
στᾶμεν
View word page
σταῖς
σταῖςαιτόςn kneaded flourdoughHdt.

ShortDef

flour of spelt mixed and made into dough

Debugging

Headword:
σταῖς
Headword (normalized):
σταῖς
Headword (normalized/stripped):
σταις
IDX:
37018
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37019
Key:
σταῖς

Data

{'headword_display': '<b>σταῖς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σταῖς</HL><Infl>αιτός</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Def>kneaded flour</Def><Tr>dough</Tr><Au>Hdt.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σταῖς'}