Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στάζω
στάθεν
σταθερός
σταθευτός
σταθεύω
σταθήσομαι
στάθητι
σταθμάω
στάθμη
σταθμητός
σταθμοδότης
σταθμός
σταίην
σταῖς
σταιτινοκογχομαγής
σταίτινος
στακτός
στᾱ́λᾱ
στάλαγμα
σταλαγμός
σταλάσσω
View word page
σταθμο-δότης
σταθμοδότηςουmσταθμός 2, δίδωμιone who assigns a soldier's billet or quartersquartermasterPlu.

ShortDef

quartermaster

Debugging

Headword:
σταθμοδότης
Headword (normalized):
σταθμοδότης
Headword (normalized/stripped):
σταθμοδοτης
IDX:
37015
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37016
Key:
σταθμοδότης

Data

{'headword_display': '<b>σταθμο-δότης</b>', 'content': "<NE><HG><HL>σταθμο<hyph/>δότης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>σταθμός</Ref> 2, <Ref>δίδωμι</Ref></Ety></HG><nS1><Def>one who assigns a soldier's billet or quarters</Def><Tr>quartermaster</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>", 'key': 'σταθμοδότης'}