Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στάδιος
στάζω
στάθεν
σταθερός
σταθευτός
σταθεύω
σταθήσομαι
στάθητι
σταθμάω
στάθμη
σταθμητός
σταθμοδότης
σταθμός
σταίην
σταῖς
σταιτινοκογχομαγής
σταίτινος
στακτός
στᾱ́λᾱ
στάλαγμα
σταλαγμός
View word page
σταθμητός
σταθμητόςή όνadjσταθμάω able to be finely judgedcapable of being discriminatedPl.

ShortDef

to be measured

Debugging

Headword:
σταθμητός
Headword (normalized):
σταθμητός
Headword (normalized/stripped):
σταθμητος
IDX:
37014
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37015
Key:
σταθμητός

Data

{'headword_display': '<b>σταθμητός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σταθμητός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σταθμάω</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>able to be finely judged</Def><Tr>capable of being discriminated</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'σταθμητός'}