Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σταδιοδρομέω
σταδιοδρόμος
στάδιον
στάδιος
στάζω
στάθεν
σταθερός
σταθευτός
σταθεύω
σταθήσομαι
στάθητι
σταθμάω
στάθμη
σταθμητός
σταθμοδότης
σταθμός
σταίην
σταῖς
σταιτινοκογχομαγής
σταίτινος
στακτός
View word page
στάθητι
στάθητιστάθητε2sg. and pl.aor.pass.imperatv.στᾶθιdial.athem.aor.imperatv.seeἵσταμαι, underἵστημι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στάθητι
Headword (normalized):
στάθητι
Headword (normalized/stripped):
σταθητι
IDX:
37011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37012
Key:
στάθητι

Data

{'headword_display': '<b>στάθητι</b>', 'content': '<XE><RefFm>στάθητι</RefFm><RefFm>στάθητε<LblR>2sg. and pl.aor.pass.imperatv.</LblR></RefFm><RefFm>στᾶθι<LblR>dial.athem.aor.imperatv.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἵσταμαι</Ref>, under<Ref>ἵστημι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'στάθητι'}