Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
στάγες
στάγμα
σταγών
σταδαῖος
σταδιεύς
σταδιοδρομέω
σταδιοδρόμος
στάδιον
στάδιος
στάζω
στάθεν
σταθερός
σταθευτός
σταθεύω
σταθήσομαι
στάθητι
σταθμάω
στάθμη
σταθμητός
σταθμοδότης
σταθμός
View word page
στάθεν
στάθεν
dial.3pl.aor.pass.
see
ἵσταμαι
, under
ἵστημι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
στάθεν
Headword (normalized):
στάθεν
Headword (normalized/stripped):
σταθεν
IDX:
37006
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37007
Key:
στάθεν
Data
{'headword_display': '<b>στάθεν</b>', 'content': '<XE><RefFm>στάθεν<LblR>dial.3pl.aor.pass.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἵσταμαι</Ref>, under<Ref>ἵστημι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'στάθεν'}