Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σπουδαστικός
σπουδαστός
σπουδή
σπυρίς
σπώμην
στάγες
στάγμα
σταγών
σταδαῖος
σταδιεύς
σταδιοδρομέω
σταδιοδρόμος
στάδιον
στάδιος
στάζω
στάθεν
σταθερός
σταθευτός
σταθεύω
σταθήσομαι
στάθητι
View word page
σταδιοδρομέω
σταδιοδρομέωcontr.vbσταδιοδρόμος be a sprinterD.

ShortDef

to run in the stadium

Debugging

Headword:
σταδιοδρομέω
Headword (normalized):
σταδιοδρομέω
Headword (normalized/stripped):
σταδιοδρομεω
IDX:
37001
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37002
Key:
σταδιοδρομέω

Data

{'headword_display': '<b>σταδιοδρομέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>σταδιοδρομέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>σταδιοδρόμος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>be a sprinter</Tr><Au>D.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'σταδιοδρομέω'}