Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
σπουδαρχιάω
σπουδαρχίδης
σπούδασμα
σπουδαστέος
σπουδαστής
σπουδαστικός
σπουδαστός
σπουδή
σπυρίς
σπώμην
στάγες
στάγμα
σταγών
σταδαῖος
σταδιεύς
σταδιοδρομέω
σταδιοδρόμος
στάδιον
στάδιος
στάζω
στάθεν
View word page
στάγες
στάγες
fem.nom.pl.
see
σταγών
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
στάγες
Headword (normalized):
στάγες
Headword (normalized/stripped):
σταγες
IDX:
36996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36997
Key:
στάγες
Data
{'headword_display': '<b>στάγες</b>', 'content': '<XE><RefFm>στάγες<LblR>fem.nom.pl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>σταγών</Ref></XR> </XE>', 'key': 'στάγες'}